- νυμφεύεται
- νυμφεύωgive in marriagepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
νυμφίος — ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος) 1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.) 2. στον πληθ. οι νυμφίοι οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.) 3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του… … Dictionary of Greek
υμέναιος — I Αρχικά η λέξη δήλωνε το γαμήλιο τραγούδι που έλεγαν οι γυναίκες, οι οποίες συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Αργότερα όμως, σε ταύτιση με το όνομα Υμήν, σήμαινε και το θεό του γάμου, που τον απεικόνιζαν ως νέο, κάποτε φτερωτό, και γύρω… … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
νυμφεύετ' — νυμφεύετε , νυμφεύω give in marriage pres imperat act 2nd pl νυμφεύετε , νυμφεύω give in marriage pres ind act 2nd pl νυμφεύεται , νυμφεύω give in marriage pres ind mp 3rd sg νυμφεύετο , νυμφεύω give in marriage imperf ind mp 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)